γαλεάγρας

γαλεάγρας
γαλεάγρᾱς , γαλεάγρα
weasel-trap
fem acc pl
γαλεάγρᾱς , γαλεάγρα
weasel-trap
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • VULPES — I. VULPES Varroni quasi volipes, melius ex Graeco ἀλώπηξ, quod παρὰ τὸ ἀλᾷν τὸν ὦπα quia per ambages et gyros cursitando fallit quasi oculos, adeoque, ut ait Philosophus, Histor. animal. l. 1. c. 1. animal est πανοῦργον καὶ κακοῦργον. Unde ἀλιτρὴ …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ευδιάλυτος — Ορυκτό που αποτελείται από πυριτικά άλατα σιδήρου, ζιρκονίου και ασβεστίου. Κρυσταλλώνεται στο ρομβικό σύστημα και σχηματίζει ερυθρούς διαφανείς κρυστάλλους με υαλώδη λάμψη. Έχει σκληρότητα 5,5 και ειδικό βάρος 2,90 3,01. Βρίσκεται σε δύο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”